πατόξυλο

πατόξυλο
το
1. ξύλινο δοκάρι στέγης ή πατώματος, πάνω στο οποίο καρφώνονται οι σανίδες
2. παχιά σανίδα τού πάτου, δηλ. τού πυθμένα ή τής βάσης κιβωτίου, βαρελιού, αμαξιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατόξυλο — το ξύλο του δαπέδου, ξύλο στον πάτο κιβωτίου, αμαξιού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάτερο — πάτερο, το και πατερό, το το μεγάλο δοκάρι που στηρίζει τη στέγη ή το πατόξυλο: Τα ελάτινα τα πάτερα με τους ψηλούς τους στύλους. Φρ., «κολοκύθια στο πάτερο», για λόγια και πράξεις ανόητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”